Ένα ποίημα του Θοδωρή Γεωργάκη αφιερωμένο στην επέτειο της 17ης Νοεμβρίου από την ομώνυμη ανέκδοτη ποιητική συλλογή του.
ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΚΗΠΤΡΟ
Όταν στους δρόμους τα τύμπανα βαρούσαν φωνές οργισμένες απλώνονταν στον ήλιο, χέρια όμοια μαγνήτες γατζώθηκαν στην τόλμη, σκιές ριζωμένες, να ταράξουν τον ύπνο της ξέχειλης λαύρας ζητούσαν, αυθόρμητα ρίξαμε στη φωτιά τα κορμιά, ανεβήκαμε στον καπνό, κατεβήκαμε στις στάχτες, ξεδιαλύναμε την αχτίδα που πάει να δημιουργήσει το κλάμα, νηστέψαμε στην παρέλαση των άθλων, καλέσαμε επισκέπτες στην ιστορία τους χτύπους της καρδιάς, υποπτευθήκαμε τη μεγάλη χαρά, αντιπαλέψαμε σιδερόπορτες ρουφήχτρες.
Ήρθα κι εγώ, μ’ ένα κόκκινο μαντήλι στον λαιμό, με καρδιά φλογισμένο λιοπύρι στον τρόμο της μεγάλης φωτιά παραδομένος, ήρθα μ’ αγκαλιά ανοιχτή, να χωρέσει τον ποταμό των ονείρων, τη νέα ζωή που αχνοπρόβαινε απ’ τον ανώδυνο θάνατο, ήρθα να σταθούμε μαζί, σάρκα πήρε η ψυχή, η θέληση πλάνταξε πως δεν έχει ανάγκη από μικρές ζωές…
——————–
Σαράντα χρόνια διαδρομής, σαράντα χρόνια πορείας, όλο και πιότερο φανερώνουν πως συντελείται η μεγαλύτερη ληστεία, με τους λαμπρότερους τρόπους!
Επέτειοι. Πολλές επέτειοι. Να σας αναγγείλω αδέρφια, πως άνοιξαν του ενθουσιασμού οι διαβάσεις και αποχτήσαμε λίγα λουλούδια…Μείνατε οι τελευταίοι μιας εκλεκτής λεγεώνας, γιατί προφτάσατε να μη σας βαρύνουν οι παρείσακτες μνήμες…
Ξεκόλλησαν τα φτερά, αλλάξαμε σκέψεις, όνειρα, οράματα, ελπίδες, με χίλιους τρόπους ψάξαμε και μπήκαμε στον κήπο της κίβδηλης αθανασίας, ήρθε η πρόστυχη εξαργύρωση, με του αγωνιστή το φωτοστέφανο καθισμένη στον κήπο με τις τροχήλατες καρέκλες, ανάμεσα σε εξουσίες, ίντριγκες, καπετανάτα, ισολογισμούς, επενδύσεις, μετοχικά κεφάλαια, προθεσμιακές και repos, κάτι σκηνοθετημένες νύχτες, ντυμένες με την εσάρπα του εκσυχρονισμού, φοράμε τη μάσκα από σκοτάδι, θαρρώντας τες χειραψίες σ’αγορές ντηλέρηδων, τ’ αλαφιασμένα φώτα της πόλης παλεύουν να κρατηθούν ξάγρυπνα, μεθυσμένα απ’ τ’ όνειρο, που όλο και ξεπνογιέται, μα ολόρθο ακόμη, αναμένει να ξαναβρεί τις έσχατες συνέπειες αυτών που κάποτε ήταν έτοιμοι για όλα, μα τώρα βαδίζουν σε δρόμους βολικούς, τώρα αποταμιεύουν, περιτυλίγουν τα όνειρα με ασημόχαρτο και γάντια επιμελέστατα, να μη μπορέσει η μνήμη να εξακριβώσει στοιχεία! Βολεύει αφάνταστα…
————————
Τρομάζω στην ιδέα της επιστροφής στην αμφισβήτηση, στον φόβο που την ανάθρεψε, τρέμω μην ξαναβρεθεί χέρι που θα ξεκλειδώσει την ψυχή μου, θέλω να μείνει ερμητικά κλειστή, μου αρκούν τα ταμπούρλα των παρελάσεων και οι προτομές στα αστικά άλση, μπορεί νικημένος, μα, κρατώ την ψυχή μου σκήπτρο…