“Η Οδύσσεια του Λευκάδιου Χέρν”, άρθρο του Ηλία Γεωργάκη

Στη δεκαετία του 1960, μικρό, αμούστακο παιδί στην πόλη της Λευκάδας,κλωτσώντας τενεκέδες αντί για μπάλα, ξυπόλυτος με τρύπια παντελόνια, ΄΄έτρεχα  ανέμελος στα  καντούνια.Πίσω από την πλατεία της πόλης, εκεί πού ήταν το καφενείο του Πούλου  και το περίπτερο του Στάθη υπήρχε  ένα μικρό  δρομάκι με το όνομα ‘οδός Λευκάδιου Χέρν-Ιάκομο Κοϊζουμι’’ και πιο πέρα το πατρικό σπίτι που γεννήθηκε με τη σχετική επίγραφή.

Η παιδική μου φαντασία με οδήγησε  τότε σε πολλές  σκέψεις για τον Λευκάδιο Χέρν. Θεωρουσα  ότι ήταν ο αγαπημένος μου θείος  στην εξωτική Ιαπωνία που με λαχτάρα, στο φτωχικό σπίτι μου στη Λευκάδα,περίμενα τα δώρα  του τα Χριστούγεννα, ξενυχτώντας πίσω από τις  γρίλιες. Και ηρθε. Ηρθε χρόνια μετά  ο Λευκάδιος στη ζωή μου.Και την συγκλόνισε. Ηρθε ένα μοναδικό, ελεύθερο, πνεύμα που σε   αιχμαλωτίζει. Με το ανοικτό  μυαλό και την αχαλίνωτη σκέψη του. Με τα υπέροχα βιβλία του.

Τα χρόνια πέρασαν και φθάσαμε  στις αρχές της δεκαετίας  του 1980 όταν   άρχισα  τη δημοσιογραφική μου καριέρα  στα ‘ΝΕΑ’ και ενθουσιασμένος έλεγα σε φίλους και γνωστούς για τoν Λευκάδιο Χέρν.

Ήταν η  εποχή  όλοι με άκουγαν δύσπιστα και με απορία μήπως τους  κάνω χιούμορ. Λευκαδίτης στην Ιαπωνία και μάλιστα εθνικός ποιητής. Είναι δυνατόν .Τα χρόνια πέρασαν. Σιγα-σιγά  όλο και περισσότεροι  ανακάλυψαν τον Λευκάδιο Χέρν με  εκδηλώσεις, ντοκυμαντέρ, βιβλία και  αφιερώματα.

Στη Λευκάδα ο Χέρν ήταν φυσικά γνωστός  πριν από δεκαετίες. Τοπικές εφημερίδες της εποχής του 1950-1970  είχαν  αφιερώματα σε κείμενα του αλλά και στη ζωή του.Και είναι φυσικό οι Λευκαδίτες να νοιώθουν περήφανοι  για τον διάσημο συμπατριώτη τους.

Το σπίτι που  γεννήθηκε βρίσκεται σε ένα  καντούνι πίσω από την κεντρική πλατεία της πόλης και φυσικά ο δρόμος φέρει το όνομα του  στα ελληνικά και στα Γιαπωνέζικα.

Στο Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας (ήδη Γενικά Αρχεία του Κράτους) σώζεται η πράξη βαπτίσεως του Λευκάδιου, η ημερομηνία, ακόμη και οι μάρτυρες που υπέγραψαν.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1932, η ιαπωνική πρεσβεία στην Αθήνα με ρηματική της διακοίνωση ανακοίνωνε στο ελληνικό ΥΠΕΞ την πρόθεσή της, όπως και του Ελληνοϊαπωνικού Συλλόγου, να εγείρει με δαπάνες της μια αναθηματική στήλη για τον Χερν στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας και μια δεύτερη, δαπάναις της Ιαπωνοελληνικής Εταιρείας και του Συνδέσμου Χερν, στο Τόκιο.
Στη βάση της στήλης που κατέπεσε στον σεισμό του 1952, αλλ΄ ανηγέρθη εκ νέου το 1984 ενώ το  1987 συμπληρώθηκε με μια προτομή του Χερν, έργο του γλύπτη Σπύρου Κατωπόδη, δίπλα στις δαφνοστεφανωμένες προτομές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Άγγελου Σικελιανού.

Εξάλλου στις 12 Οκτωβρίου του 1989 υπογράφηκε η πράξη της αδελφοποίησης μετά από επίσκεψη του τότε δημάρχου της Λευκάδας κ. Σπύρου Μαργέλη στην Σιντζούκου  (Shinjuku), μιας από τις 23 διοικητικές περιφέρειες του Τόκιο όπου ο Χερν έζησε  τα τελευταία χρόνια της ζωής του.Από τότε άρχισαν οι επαφές με τους Ιάπωνες μια  από τις οποίες είναι η ετήσια έκθεση Ζωγραφικής, που διοργανώνει τα Πνευματικό Κέντρο Λευκάδας  με θέμα «Οι Γέφυρες του Κόσμου», όπου μαθητές από τη Λευκάδα και το Σιντζούκου εκθέτουν αντίστοιχα από 50 δημιουργήματά τους, στις δύο αδελφές πόλεις..

Παράλληλα το πρώτο μουσείο στον Ευρωπαϊκό χώρο για τον Λευκάδιο Χερν, τον εθνικό ποιητή της Ιαπωνίας , λειτουργεί από το 2014  στη Λευκάδα .Πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και ιαπωνικά συλλεκτικά αντικείμενα  απαρτίζουν τα εκθέματα του `Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιου Χερν. Ο επισκέπτης με τη βοήθεια φωτογραφιών, κειμένων, εκθεμάτων και διαδραστικών εφαρμογών θα περιηγηθεί στις σημαντικές στιγμές της εντυπωσιακής ζωής του Λευκάδιου Χερν αλλά και στους πολιτισμούς της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα μέσα από το ανοιχτό μυαλό των διαλέξεων, των κειμένων και των ιστοριών του Χέρν.Κι εδώ θα πρέπει  να τονιστεί η τεράστια συμβολή του  αγαπητού φίλου Τάκη Ευσταθίου στη δημιουργία  του μουσείου .

Η ιστορία του Λευκάδιου Χέρν μοιάζει με παραμύθι. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η ζωή του  έγινε σίριαλ το 1987 στην ελληνική τηλεόραση με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Τσακίρη. Μάλιστα στο βιογραφικό μυθιστόρημα  Η Οδύσσεια του Λευκάδιου Χέρν, ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόλτ τον αποκαλεί «περιπλανώμενο φάντασμα». Ήταν ένα ελεύθερο μυαλό, πνεύμα διεισδυτικό, αδάμαστο όραμα, ακαταπόνητη εργατικότητα και λυτρωτική δημιουργικότητα.

Ο Λευκάδος Χέρν γεννήθηκε στην Λευκάδα τον Ιούνιο του 1850. Μητέρα του ήταν η Ρόζα Κασιμάτη, μια 25χρονη κοπέλα από τα Κύθηρα. Πατέρας του, ο Ιρλανδός ταγματάρχης Τσαρλς Χερν, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς, Ιόνια νησιά.Ο Χέρν μετακλήθηκε στο Δουβλίνο το 1852. Μετακόμισε μαζί  με την γυναίκα του και το δίχρονο παιδί.

Σε ηλικία 5 χρόνων ο μικρός Λευκάδιος βρέθηκε χωρίς γονείς αφού ο πατέρας του πήγε να υπηρετήσει στις Ινδίες και η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας τον υπό την κηδεμονία της θείας του. Ο αποχωρισμός από την μητέρα του, ήταν κάτι που σημάδεψε τον Χερν για την υπόλοιπη ζωή του. Υπήρξε το πιο καθοριστικό του βίωμα και κάτι που δεν ξεπέρασε ποτέ καθώς δεν ξαναείδε την μάνα του. Ήταν πολύ μικρός   και ήδη ο κόσμος του είχε γεμίσει από φαντάσματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το συγγραφικό του έργο στην Ιαπωνία αποτύπωσε τους θρύλους, την αίσθηση του μεταφυσικού.

Σε μικρή ηλικία ,λοιπόν, ο Λευκάδος Χερν βρέθηκε οριστικά μόνος στην Ιρλανδία με την θεία του πατέρα του να αναλαμβάνει την διαπαίδαγωγησή του και έχοντας στο νού της να τον κάνει κατ’ αρχήν ένα καλό καθολικό και αργότερα κληρονόμο της περιουσίας της. Ήταν η πρώτη μεγάλη τραγωδία της ζωής του. Μεγαλώνοντας σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον ο μικρός Λευκάδιος, που κανείς δεν αποκαλούσε με το όνομά του, αλλά όλοι τον φώναζαν “Το Παιδί” θα αναπτύξει ένα υπερβολικό φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του αποφάσισε να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, κλειδώνοντάς τον τις νύχτες στο κατασκότεινο δωμάτιό του.

Οι φόβοι του παιδιού μεγάλωναν όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Μόνη ανάπαυλα σε αυτή την καταθλιπτική ζωή ήταν οι διακοπές στη Νότια Ιρλανδία, όπου έμαθε να κολυμπάει, αγάπησε την θάλασσα και άκουσε παλιές ιστορίες και θρύλους από τους ψαράδες της περιοχής. Όταν ο Λευκάδιος έφθασε σε σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε κάποιον για να του διδάξει τα καθολικά δόγματα, και στοιχεία γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής. Έμαθε πολύ γρήγορα να διαβάζει και να γράφει καλά και η μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού -που δεν το ένιωσε ποτέ δικό του -έγινε το καταφύγιο του. Εκεί, στην βιβλιοθήκη, μια μέρα έπεσε πάνω σε ένα περίεργο βιβλίο γεμάτο χαρούμενους ημίγυμνους θεούς και θεές, ημίθεους και ήρωες. ‘Ήταν ένα βιβλίο για την αρχαία ελληνική μυθολογία. Αυτές οι φιγούρες που τις αποκαλούσαν διαβολικές, γεννούσαν μέσα στην ψυχή του εννιάχρονου παιδιού ευχαρίστηση. “Εισήλθα τότε στη δική μου Αναγέννηση” είπε χρόνια αργότερα ο ίδιος.

Τα βάσανά του ωστόσο δεν είχαν τελειωμό, καθώς μια μέρα το βιβλίο εξαφανίστηκε από την βιβλιοθήκη και όταν το ανακάλυψε ξανά, όλες οι εικόνες έλειπαν, ή είχαν κοπεί με ψαλίδι τα “ανήθικα” μέρη τους. Ήταν όμως αργά, το παιδί είχε ξεφύγει από τον καταθλιπτικό κόσμο της κυρίας Μπρέναν, πράγμα που αντελήφθη και η ίδια. Η γηραιά κυρία ανέθεσε την διαχείριση της περιουσίας της σε ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της, τον Χένρυ Χερν Μολυνέ ο οποίος μεταξύ άλλων την συμβούλευσε να στείλει τον Λευκάδιο στο γαλλικό Κολλέγιο του Υβενό κοντά στην Ρουέν.

Σε αυτήν τη μικρή ιερατική σχολή, ο Λευκάδιος ένιωσε ακόμα περισσότερο ξεριζωμένος και απομονωμένος, όμως έμαθε καλά γαλλικά και αυτό του επέτρεψε να έλθει σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία που υπήρξε και η πύλη από όπου εισήλθε στον κόσμο της συγγραφής.

Τον Σεπτέμβριο του 1863, μετά από ένα χρόνο παραμονής στην Γαλλία, και πάλι ο Μολυνέ πρότεινε να σταλεί ο Λευκάδιος εσωτερικός στο Κολλέγιο Σαϊντ Κούθμπερτ στην πόλη Ουσί της Αγγλίας, ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο τριακοσίων μαθητών. Ως μαθητής διατύπωνε τολμηρές ερωτήσεις που έφερναν σε αμηχανία τους καθηγητές του, ενώ παράλληλα ήταν ο καλύτερος στην έκθεση και τη γλώσσα.

Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στην ζωή του άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση και να γίνεται κοινωνικός. Όλα αυτά θα τελειώσουν, όταν στα δεκάξι του στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έσπασε το σχοινί και τον τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι που το έχασε οριστικά. Ήταν η δεύτερη μεγάλη τραγωδία της ζωής του. Ένα χρόνο αργότερα ο Μολυνέ χρεωκόπησε και η θεία του έχασε όλη την περιουσία της.

Το 1868 ο Λευκάδιος που αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα του σχολείου βρέθηκε στο Λονδίνο στο σπίτι μιας παλιάς υπηρέτριας της θείας του που δέχθηκε να του προσφέρει προσωρινά στέγη. Άνεργος και απένταρος γύριζε στην μεγάλη πόλη και περνούσε αρκετές ώρες στο Βρετανικό Μουσείο και ιδιαίτερα στην αίθουσα με τα ιαπωνικά αγάλματα του Βούδα. Μια μέρα ο Μολυνέ που κάπως είχε ορθοποδήσει οικονομικά, τον κάλεσε στο γραφείο του. Του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και λίγα χρήματα για το ταξίδι, τα τελευταία χρήματα που έπαιρνε από την θεία του, όπως του είπε, προσθέτοντας ότι από εδώ και πέρα ο ίδιος ο Λευκάδιος θα ήταν υπεύθυνος για την ζωή του.

Ήταν οι Ιρλανδοί εργάτες των αποθηκών του λιμανιού της Νέας Υόρκης που βοήθησαν τον Λευκάδιο Χερν να επιβιώσει όταν βρέθηκε μόνος και απένταρος στα πεζοδρόμια της μεγαλούπολης. Συχνά κοιμόταν στον δρόμο, εργάστηκε ως σερβιτόρος, υπηρέτης, τυπογράφος και διορθωτής. Πάλεψε με το κρύο, την πείνα και τη μοναξιά και θα μπορούσε να είχε χαθεί οριστικά αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του, στο Σινσινάτι, ένας Άγγλος τυπογράφος, ο Χένρυ Γουώτκιν. Η προβληματική όραση του Λευκάδιου δεν του επέτρεπε να εργαστεί στο τυπογραφείο, όμως ατού Γουώτκιν βρήκε στέγη και κυρίως μια ζεστή συντροφιά, καθώς ολόκληρα βράδια συζητούσαν για βιβλία και ιδέες.

Ο Γουώτκιν τον έφερε σε επαφή με την γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, και ο Λευκάδιος διάβαζε και μετέφραζε κείμενα των ουτοπιστών σοσιαλιστών Φουριέ και Σαιν Σιμών που λάτρευε ο τυπογράφος. Τον καιρό εκείνο, επίσης, ο Λευκάδιος Χερν άρχισε να εργάζεται ως άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μια μικρή εμπορική εφημερίδα, την οποία εγκατέλειψε το 1872 για να εργαστεί ως διορθωτής σε μια εκδοτική εταιρεία. Στη συνέχεια σε μια κίνηση απελπισίας κατάφερε να πείσει τον εκδότη της μεγαλύτερης εφημερίδας του Σινσινάτι να τον προσλάβει δοκιμαστικά. Καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η ευρυμάθειά του, ο πρωτότυπος τρόπος που κάλυπτε τα θέματα και η καλλιεργημένη γραφή του.

Η τοπική κοινωνία άρχισε να τον αποδέχεται, μέχρις ότου παντρεύτηκε μια νεαρή μιγάδα. Ο γάμος του στάθηκε και η αιτία της απόλυσής του.

Αηδιασμένος εγκατέλειψε το Σινσινάτι, για την Νέα Ορλεάνη, τον Νοέμβριο του 1877.
Ο πρώτος καιρός στη Νέα Ορλεάνη δεν ήταν καθόλου εύκολος για τον Λευκάδιο Χερν και ο πειρασμός της αυτοκτονίας πέρασε για μερικές φορές από το μυαλό του.

Στις 15 Ιουνίου 1878 έπιασε δουλειά σε μια νέα εφημερίδα, μεταφράζοντας γαλλικά λογοτεχνικά κομμάτια συγγραφέων που αγαπούσε, ενώ ταυτόχρονα φούντωνε μέσα του η επιθυμία να ταξιδέψει. Εν τω μεταξύ καθιερώνεται ως δημοσιογράφος στην Νέα Ορλεάνη, όμως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αιχμάλωτο της επιβίωσης.

Τον Δεκέμβριο του 1884 στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση στη Νέα Ορλεάνη την προσοχή του τράβηξαν ιδιαίτερα τα ασιατικά περίπτερα και στο ιαπωνικό περίπτερο μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή τα εκθέματα με την βοήθεια του ειδικού απεσταλμένου της Ιαπωνίας, Ιτζίζο Χατόρι.

Θα ακολουθήσει η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη, και κατόπιν θα φύγει για τις Γαλλικές Αντίλλες, όπου θα ζήσει για δύο χρόνια στην Μαρτινίκα. Εδώ θα ολοκληρωθεί μια ιδεολογική στροφή μέσα του: Ο Λευκάδιος Χερν θα απορρίψει τον δυτικό πολιτισμό. Το ζεστό και υγρό κλίμα της Μαρτινίκας τον εμπόδιζε να γράψει, αν και εκεί έγραψε το καλύτερο βιβλίο του -“Δυό χρόνια στις Γαλλικές Αντίλλες”- πριν πάει στην Ιαπωνία, όμως δεν ήθελε να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη. Το βιβλίο του Πέρσιβαλ Λόουελ “Η Ψυχή της Άπω Ανατολής” του ξύπνησε το παλιό του ενδιαφέρον για την Ιαπωνία, και η πρόταση του περιοδικού Harper για μια παρουσίαση της ζωής της μακρινής εκείνης χώρας ήλθε την κατάλληλη στιγμή.

Τον Μάρτιο του 1900 ο Λευκάδιος Χερν έφυγε από το Βανκούβερ με το πλοίο “Αβησσυνία” για την Γιοκοχάμα. Χρόνια αργότερα, ως πολίτης της Ιαπωνίας, ο Λευκάδιος Χερν αποτύπωσε σε ένα από τα καλύτερα κείμενά του την πρώτη εντύπωση που έκανε στους επιβάτες του πλοίου “Αβησσυνία” η θέα του ηφαιστείου Φουτζιγιάμα.

Βρήκε δουλειά ως καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Ο Χερν συνάντησε έναν καινούριο κόσμο, παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι,κόρη οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας. Πήρε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν και ονομάστηκε Κοϊζούμι Γιάκουμο. Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά.

Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 από οξύ πνευμονικό οίδημα.  Άφησε πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο από βιβλία και πανεπιστημιακές παραδόσεις που περιλαμβάνονται στην ιαπωνική έκδοση των 27 τόμων του έργου του.

Η φύση, τα μνημεία, οι θρύλοι, οι κώδικες συμπεριφοράς, οι άνθρωποι της Ιαπωνίας ήταν για τον Χερν, αντικείμενο μελέτης και περισυλλογής. Έσκυψε με σεβασμό και αγάπη στην χώρα και τις παραδόσεις της, έγινε ένας από αυτούς, πήρε ακόμα και την υπηκοότητα. Τα γραπτά του αναδίδουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία του τόπου και οι μεταφράσεις τους συνέβαλαν στο να αποκτήσουν οι δυτικοί την αίσθηση της χώρας. Δικαίως θεωρείται ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας.

Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των Σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίσθηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση ενώ το βιβλίο του “Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία” διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, 8 μουσεία υπάρχουν προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία ενώ το άγαλμα του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία έχουν στηθεί σε κάθε γωνία τις Ιαπωνίας από όπου πέρασε.

Είμαι πεπεισμένος  φίλοι μου ότι ο Λευκάδιος θα μας  ακολουθεί για  πάντα.Γιατι είχε ανοιχτό μυαλό , διαφορετικό τρόπο  σκέψης και δύναμη  ψυχής.

Για μένα ο Λευκάδιος θα είναι μια πυγολαμπίδα στην Πρωτομαγιάτικη Λευκάδα που θα αναμοσβύνει.Και μια  πεταλούδα στο μπαλκόνι μου που θα πετάει συνεχώς.

Όπως το πνεύμα του…..

ΥΓ ΟΜΙΛΙΑ  ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΣΕ  ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΕΥΚΑΔΙΟ ΧΕΡΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΙΣ 6/12/2016